- ληστοσαλπιγκτής
- ληστοσαλπιγκτής, ὁ (Α)(κωμική λέξη στον Μένανδρο για τους Τυρρηνούς, τους εφευρέτες τής σάλπιγγας) ληστής σαλπιγκτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληιστοσαλπιγκταί — λῃστοσαλπιγκτής robbertrumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστοσαλπιγκτάς — λῃστοσαλπιγκτά̱ς , λῃστοσαλπιγκτής robbertrumpeter masc acc pl λῃστοσαλπιγκτά̱ς , λῃστοσαλπιγκτής robbertrumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)